παναλκής — all powerful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναλκῆ — παναλκής all powerful neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παναλκής all powerful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) παναλκής all powerful masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναλκεῖ — παναλκής all powerful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) παναλκής all powerful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναλκεῖς — παναλκής all powerful masc/fem acc pl παναλκής all powerful masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναλκές — παναλκής all powerful masc/fem voc sg παναλκής all powerful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναλκέστατον — παναλκής all powerful masc acc superl sg παναλκής all powerful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναλκεστάτη — παναλκής all powerful fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναλκοῦς — παναλκής all powerful masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλκή — η (Α ἀλκή) η σωματική ισχύς που μετουσιώνεται σε δράση 2. ψυχική δύναμη, ανδρεία, θάρρος, ευψυχία (σε διάκριση από τη ρώμη που σημαίνει απλώς τη σωματική δύναμη νεοελλ. ακμή τών σωματικών δυνάμεων, ρώμη, ευρωστία, σφρίγος αρχ. 1. η δύναμη γενικά… … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek